Anonymous

ἀποσιτέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσῑτέω''': ἀπέχομαι τροφῆς, [[μένω]] ἄσιτος, [[ἀποκτείνω]] ἐμαυτὸν λιμῷ, Λουκ. Ὄν. 33: [[ἀποβάλλω]], χάνω τὴν ὄρεξίν μου, Ὀρειβάσ. 3. 104, πρβλ. [[ἀποκαρτερέω]].
|lstext='''ἀποσῑτέω''': ἀπέχομαι τροφῆς, [[μένω]] ἄσιτος, [[ἀποκτείνω]] ἐμαυτὸν λιμῷ, Λουκ. Ὄν. 33: [[ἀποβάλλω]], χάνω τὴν ὄρεξίν μου, Ὀρειβάσ. 3. 104, πρβλ. [[ἀποκαρτερέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />cesser de manger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόσιτος]].
}}
}}