3,274,447
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλεῦκος''': -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «[[μοῦστος]]», δηλ. [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν [[χυμός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. [[γλυκύτης]], Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. [[γλυκύς]], [[ἀγλευκής]], πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀδευκής]]). | |lstext='''γλεῦκος''': -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «[[μοῦστος]]», δηλ. [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν [[χυμός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. [[γλυκύτης]], Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. [[γλυκύς]], [[ἀγλευκής]], πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀδευκής]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> vin nouveau doux, moût;<br /><b>2</b> douceur.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]]. | |||
}} | }} |