Anonymous

ἐπισημειόομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισημειόομαι''': Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, [[διακρίνω]], παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον [[ζῴδιον]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· [[ἐγκρίνω]], ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ [[ἔθος]], ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ [[ἔθος]], Πλούτ. 235C.
|lstext='''ἐπισημειόομαι''': Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, [[διακρίνω]], παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον [[ζῴδιον]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· [[ἐγκρίνω]], ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ [[ἔθος]], ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ [[ἔθος]], Πλούτ. 235C.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />marquer son approbation, approuver, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], σημειόομαι.
}}
}}