Anonymous

συγκαταζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταζεύγνῡμι''': μέλλ. -ξω, συζευγνύω, [[συνδέω]], εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, [[εἶναι]] συνεζευγμένος [[μετὰ]] δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. [[συγκεράννυμι]].
|lstext='''συγκαταζεύγνῡμι''': μέλλ. -ξω, συζευγνύω, [[συνδέω]], εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, [[εἶναι]] συνεζευγμένος [[μετὰ]] δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. [[συγκεράννυμι]].
}}
{{bailly
|btext=unir : τινά τινι une personne à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταζεύγνυμι]].
}}
}}