3,273,773
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεισμονή''': ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, [[κατάπεισις]], Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ [[ἰδιότης]] καλῳδίου, [[ἐπιμονή]], [[ἐμμονή]], Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = [[πεισματικός]], ἤ, ὅν, = [[πεισματικός]], Πονημάτ. 24. 66, 25. 28. | |lstext='''πεισμονή''': ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, [[κατάπεισις]], Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ [[ἰδιότης]] καλῳδίου, [[ἐπιμονή]], [[ἐμμονή]], Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = [[πεισματικός]], ἤ, ὅν, = [[πεισματικός]], Πονημάτ. 24. 66, 25. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />persuasion ; confiance.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]]. | |||
}} | }} |