Anonymous

ὑπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.
|lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ὑπεισῆλθον;<br />se glisser furtivement <i>ou</i> peu à peu dans.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
}}