3,277,048
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67. | |lstext='''ὑπεισέρχομαι''': ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]] κρυφίως, [[πλησιάζω]] ἀνεπαισθήτως, [[γῆρας]] ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με [[δέος]], [[ἔλεος]], μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, [[ἀναλαμβάνω]], πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> ὑπεισῆλθον;<br />se glisser furtivement <i>ou</i> peu à peu dans.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[εἰσέρχομαι]]. | |||
}} | }} |