Anonymous

ἐνετός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνετός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐνίημι]], ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. [[κατασκευαστός]], ψευδής, [[ἐγκάθετος]], «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς [[ὑπὲρ]] Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.
|lstext='''ἐνετός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐνίημι]], ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. [[κατασκευαστός]], ψευδής, [[ἐγκάθετος]], «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς [[ὑπὲρ]] Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />introduit dans ; aposté, suborné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίημι]].
}}
}}