Anonymous

συγκατεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατεύχομαι''': ἀποθ., [[κατεύχομαι]] [[ὁμοῦ]], ἀλλ’ ὦν ἐρῶ μέν, [[ταῦτα]] συγκατευξάμην Σοφ. Ἀντ. 1336. ΙΙ. [[προσεύχομαι]] εἴς τινα μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Πλούτ. 2. 492D.
|lstext='''συγκατεύχομαι''': ἀποθ., [[κατεύχομαι]] [[ὁμοῦ]], ἀλλ’ ὦν ἐρῶ μέν, [[ταῦτα]] συγκατευξάμην Σοφ. Ἀντ. 1336. ΙΙ. [[προσεύχομαι]] εἴς τινα μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Πλούτ. 2. 492D.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> prier en même temps;<br /><b>2</b> faire vœu en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεύχομαι]].
}}
}}