Anonymous

τέκτων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέκτων''': -ονος, ὁ, (√ΤΕΚ, [[τίκτω]]) πᾶς ὁ ἐργαζόμενος τὰ ξύλα, [[μάλιστα]] [[ξυλουργός]], [[λεπτουργός]], «μαραγκός», [[προσέτι]] [[ναυπηγός]], τέκτονες ἄνδρες, οἳ οἱ ἐποίησαν [[θάλαμον]] καὶ [[δῶμα]] καὶ αὐλὴν Ἰλ. Ζ. 315· τέκτονος [[υἱόν]]... ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας Ε. 59 [[νηῶν]], δούρων τ. Ὀδ. Ι. 126., Ρ. 384, πρβλ. Τ. 56., Φ. 44· πίτυν οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Ἰλ. Ν. 390· τ., ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ο. 411· τ. γὰρ ὢν ἔπρασσες, οὐ ξυλουργικὰ Εὐριπ. Ἀποσπ. 978, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 372, Σοφ. Ἀποσπ. 491, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· - συνήθως ἀντίκειται πρὸς τὸν χαλκέα, σιδηρουργόν, Πλάτ. Πρωτ. 419D, Πολ. 370D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· πρὸς τὸν λιθολόγον, κτίστην, Θουκ. 6. 44, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, 1154, πρβλ. [[τεκτονικός]]· - ἀλλὰ καί, 2) [[καθόλου]], πᾶς [[ἐργάτης]] [[χειρῶναξ]], τ. [[κεραοξόος]], ὁ κατασκευάζων ἀντικείμενα διάφορα ἐκ κέρατος, Ἰλ. Δ. 110· σπανίως ἐπὶ τῶν ἐργαζομένων τὰ μέταλλα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 12, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 5· [[γλύπτης]], [[ἀγαλματοποιός]], [[ἀνδριαντοποιός]], Σοφ. Τρ. 768, Εὐριπ. Ἄλκ. 348. 3) [[δόκιμος]] [[τεχνίτης]] ἐν οἵᾳ [[δήποτε]] [[τέχνη]], [[οἷον]] ἐν τῇ γυμναστικῇ, Πινδ. Ν. 5. 90· ἐπὶ τῶν ποιητῶν, τέκτονες σοφοὶ ἐπέων ὁ αὐτ. Π. 3. 200· τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων Κρατῖν. ἐν «Εὐνίδαις» 3 (παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 530)· τέκτονες κώμων, δηλ. οἱ χορευταί, Πινδ. Ν. 3. 7· [[τέκτων]] νωδυνίας, ὁ [[ἰατρός]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 6· δεξιᾶς χερὸς [[ἔργον]], δικαίας τέκτονος, ἀληθοῦς ἐργάτου, τεχνίτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1406. 4) μεταφ., δημιουργός, [[αἴτιος]], [[πρωτουργός]] νεικέων [[αὐτόθι]] 152· κακῶν Εὐρ. Μήδ. 408· [[τέκτων]] γένους, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ γέν., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 594, πρβλ. 283· ὁ... [[χρόνος]] μ’ ἔκαμψε, τ. μὲν σοφὸς Κράτης ἐν Ἀδήλ. 2.
|lstext='''τέκτων''': -ονος, ὁ, (√ΤΕΚ, [[τίκτω]]) πᾶς ὁ ἐργαζόμενος τὰ ξύλα, [[μάλιστα]] [[ξυλουργός]], [[λεπτουργός]], «μαραγκός», [[προσέτι]] [[ναυπηγός]], τέκτονες ἄνδρες, οἳ οἱ ἐποίησαν [[θάλαμον]] καὶ [[δῶμα]] καὶ αὐλὴν Ἰλ. Ζ. 315· τέκτονος [[υἱόν]]... ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας Ε. 59 [[νηῶν]], δούρων τ. Ὀδ. Ι. 126., Ρ. 384, πρβλ. Τ. 56., Φ. 44· πίτυν οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Ἰλ. Ν. 390· τ., ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ο. 411· τ. γὰρ ὢν ἔπρασσες, οὐ ξυλουργικὰ Εὐριπ. Ἀποσπ. 978, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 372, Σοφ. Ἀποσπ. 491, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· - συνήθως ἀντίκειται πρὸς τὸν χαλκέα, σιδηρουργόν, Πλάτ. Πρωτ. 419D, Πολ. 370D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· πρὸς τὸν λιθολόγον, κτίστην, Θουκ. 6. 44, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, 1154, πρβλ. [[τεκτονικός]]· - ἀλλὰ καί, 2) [[καθόλου]], πᾶς [[ἐργάτης]] [[χειρῶναξ]], τ. [[κεραοξόος]], ὁ κατασκευάζων ἀντικείμενα διάφορα ἐκ κέρατος, Ἰλ. Δ. 110· σπανίως ἐπὶ τῶν ἐργαζομένων τὰ μέταλλα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 12, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 5· [[γλύπτης]], [[ἀγαλματοποιός]], [[ἀνδριαντοποιός]], Σοφ. Τρ. 768, Εὐριπ. Ἄλκ. 348. 3) [[δόκιμος]] [[τεχνίτης]] ἐν οἵᾳ [[δήποτε]] [[τέχνη]], [[οἷον]] ἐν τῇ γυμναστικῇ, Πινδ. Ν. 5. 90· ἐπὶ τῶν ποιητῶν, τέκτονες σοφοὶ ἐπέων ὁ αὐτ. Π. 3. 200· τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων Κρατῖν. ἐν «Εὐνίδαις» 3 (παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 530)· τέκτονες κώμων, δηλ. οἱ χορευταί, Πινδ. Ν. 3. 7· [[τέκτων]] νωδυνίας, ὁ [[ἰατρός]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 6· δεξιᾶς χερὸς [[ἔργον]], δικαίας τέκτονος, ἀληθοῦς ἐργάτου, τεχνίτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1406. 4) μεταφ., δημιουργός, [[αἴτιος]], [[πρωτουργός]] νεικέων [[αὐτόθι]] 152· κακῶν Εὐρ. Μήδ. 408· [[τέκτων]] γένους, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ γέν., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 594, πρβλ. 283· ὁ... [[χρόνος]] μ’ ἔκαμψε, τ. μὲν σοφὸς Κράτης ἐν Ἀδήλ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br /><b>1</b> ouvrier travaillant le bois, charpentier <i>ou</i> menuisier;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ouvrier <i>ou</i> artisan <i>en gén. ; fig.</i> auteur (de querelles, de maux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Τεκ, produire ; cf. [[τίκτω]].
}}
}}