Anonymous

ἀνάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάκειμαι''': ποιητ. ἄγκ-: (ἴδε [[κεῖμαι]]): - ἐν χρήσει ὡς παθητ. τοῦ [[ἀνατίθημι]], [[κεῖμαι]] ὡς προσφορὰ ἢ [[ἀφιέρωμα]] ἐν τῷ ναῷ θεοῦ τινος· κρητῆρές οἱ... ἓξ χρύσεοι [[ἀνακέαται]] (Ἰων. ἀντὶ ἀνάκεινται) Ἡρόδ. 1.14· ἀν. ἐν ἱρῷ ὁ αὐτ. 2. 135· πρὸς τοῖς ἱεροῖς Λυσ. 118. 30: - μεταφ., αἶνός τινι ἄγκειται, [[ἔπαινος]], προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦταί τινι, Πινδ. Ο.11 (10). 8, πρβλ. 13. 48· [[λόγος]] τῷ θεῷ Πλάτ. Συμπ. 197E. β) εἶμαι ἀνεγηγερμένος, ἐπὶ ἀνδριάντος, φασὶν ἀνακεῖσθαι [τὸν ἀνδριάντα], Δημ. 420. 8, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 592Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280· οὕτω χρύσεοι ἀνακείμεθα Θεόκρ. 10. 33, πρβλ. Λυκοῦργ. 154. 19· ἴδε ἐν λ. [[ἵστημι]] Α. ΙΙΙ. 1. 2) ἀποδίδομαι ἢ [[ἀνήκω]] εἴς τινα, αἱ πράξεις ἀν. τινὶ Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ἡ [[ἡγεμονία]] ἀν. τινὶ ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 15. ΙΙ. πᾶν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα, πᾶν [[πρᾶγμα]] ἀναφέρεται εἴς τινα, ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς θελήσεως [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 1.97., 3. 31· οὕτω [[μετὰ]] δοτ. προσ., πάντων ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς [[ναῦς]], ἀφοῦ τὰ πάντα τῶν Ἀθηναίων ἐξηρτῶντο ἐκ τῶν πλοίων των, Θουκ. 7. 71· ἐπὶ σοὶ τάδε πάντ’ ἀνάκειται Ἀριστοφ. Ὄρν. 638· ἅπαντα... ἐπὶ τῇ τύχῃ [[μᾶλλον]] ἀνάκειται ἢ τῇ προνοίᾳ Ἀντιφῶν 130. 4· ἐπὶ προσώπων, σοὶ ἀνακείμεθα Εὐρ. Βάκχ. 934. ΙΙΙ. μεταγεν., εἶμαι ἀνακεκλιμένος παρὰ τὴν τράπεζαν, Λατ. accumbere, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3, Ἀποσπ. 565, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 41, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 23C: πρβλ. [[ἀνακλίνω]], [[ἀναπίπτω]].
|lstext='''ἀνάκειμαι''': ποιητ. ἄγκ-: (ἴδε [[κεῖμαι]]): - ἐν χρήσει ὡς παθητ. τοῦ [[ἀνατίθημι]], [[κεῖμαι]] ὡς προσφορὰ ἢ [[ἀφιέρωμα]] ἐν τῷ ναῷ θεοῦ τινος· κρητῆρές οἱ... ἓξ χρύσεοι [[ἀνακέαται]] (Ἰων. ἀντὶ ἀνάκεινται) Ἡρόδ. 1.14· ἀν. ἐν ἱρῷ ὁ αὐτ. 2. 135· πρὸς τοῖς ἱεροῖς Λυσ. 118. 30: - μεταφ., αἶνός τινι ἄγκειται, [[ἔπαινος]], προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦταί τινι, Πινδ. Ο.11 (10). 8, πρβλ. 13. 48· [[λόγος]] τῷ θεῷ Πλάτ. Συμπ. 197E. β) εἶμαι ἀνεγηγερμένος, ἐπὶ ἀνδριάντος, φασὶν ἀνακεῖσθαι [τὸν ἀνδριάντα], Δημ. 420. 8, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 592Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280· οὕτω χρύσεοι ἀνακείμεθα Θεόκρ. 10. 33, πρβλ. Λυκοῦργ. 154. 19· ἴδε ἐν λ. [[ἵστημι]] Α. ΙΙΙ. 1. 2) ἀποδίδομαι ἢ [[ἀνήκω]] εἴς τινα, αἱ πράξεις ἀν. τινὶ Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ἡ [[ἡγεμονία]] ἀν. τινὶ ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 15. ΙΙ. πᾶν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα, πᾶν [[πρᾶγμα]] ἀναφέρεται εἴς τινα, ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς θελήσεως [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 1.97., 3. 31· οὕτω [[μετὰ]] δοτ. προσ., πάντων ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς [[ναῦς]], ἀφοῦ τὰ πάντα τῶν Ἀθηναίων ἐξηρτῶντο ἐκ τῶν πλοίων των, Θουκ. 7. 71· ἐπὶ σοὶ τάδε πάντ’ ἀνάκειται Ἀριστοφ. Ὄρν. 638· ἅπαντα... ἐπὶ τῇ τύχῃ [[μᾶλλον]] ἀνάκειται ἢ τῇ προνοίᾳ Ἀντιφῶν 130. 4· ἐπὶ προσώπων, σοὶ ἀνακείμεθα Εὐρ. Βάκχ. 934. ΙΙΙ. μεταγεν., εἶμαι ἀνακεκλιμένος παρὰ τὴν τράπεζαν, Λατ. accumbere, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3, Ἀποσπ. 565, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 41, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 23C: πρβλ. [[ἀνακλίνω]], [[ἀναπίπτω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> (<i>au sens du pf. Pass. de</i> [[ἀνατίθημι]]) être offert, dédié <i>ou</i> consacré <i>en parl. d’offrandes votives</i>;<br /><b>2</b> être érigé, se dresser <i>en parl. de statues</i>;<br /><b>3</b> se rattacher à, dépendre de : ἔς τινα, [[ἐπί]] τινι de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κεῖμαι]].
}}
}}