Anonymous

ἄκανος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκᾰνος''': ὁ, (ἀκή, [[ἀκίς]]), [[εἶδος]] ἀκάνθης, ἡ [[ἀκανθώδης]] κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.
|lstext='''ἄκᾰνος''': ὁ, (ἀκή, [[ἀκίς]]), [[εἶδος]] ἀκάνθης, ἡ [[ἀκανθώδης]] κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=[ᾰᾰ] ου (ὁ),<br />tête épineuse <i>de certaines plantes</i>, TH. <i>H.P</i>. 1.10.6, etc.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκή]].
}}
}}