3,274,396
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολεμικός''': -ή, -όν, ([[πόλεμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόλεμον, οἱ π. κίνδυνοι Θουκ. 2. 43· ἀγῶνες π., ἀντίθετ. τῷ εἰρηνικοί, Πλάτ. Νόμ. 729D· [[βίος]] [[αὐτόθι]] 829Α· πλοῖα, ὅπλα [[αὐτόθι]] 706Β, 944Ε· χαλκῆν ἀσπίδα πολεμικωτάτην [[εἶναι]], καταλληλοτάτην εἰς πόλεμον, Ξεν. Λακ. 11. 3· [[ἐπιστήμη]], [[τέχνη]] π., κτλ., Πλάτ. Νόμ. 639Β, κτλ. 2) ἡ πολεμικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ὁ [[πόλεμος]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222C, κτλ.· ― τὰ πολεμικά, πολεμικαὶ ἀσκήσεις, ἀσκεῖν τὰ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18, Κύρ. 1. 5. 9· αἱ τῶν π. μελέται Θουκ. 2. 39, πρβλ. 89· πρβλ. [[πολεμιστήριος]] Ι. 3) τὸ πολεμικόν, τὸ [[σημεῖον]] πρὸς μάχην (παιὼν π. ἐν Ἐπ. Πλάτ. 348Β) τὸ π. σημαίνειν, Λατ. signum canere, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 29· ἀνέκραγε πολεμικόν, ἐξέβαλε πολεμικὴν κραυγήν, [[αὐτόθι]] 7. 3, 33· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέλους παιζομένου ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C. β) τὸ μάχιμον [[μέρος]] τοῦ λαοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ «μετέχον δικαιοσύνης δικαστικῆς «καὶ» πρὸς τὸ βουλευόμενον», Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἠσκημένος τὰ πολεμικά, [[ἐπιτήδειος]], [[ἄξιος]] εἰς τὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 84, Πλάτ. Πολ. 522C, κτλ.· διαστέλλεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[φιλοπτόλεμος]], Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1· ― [[ὡσαύτως]], ἵπποι π. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 62. ΙΙΙ. [[πολέμιος]], [[ἐχθρικός]], ὁ αὐτ. ἐν «Πόροις» 4. 44· ― ὁ διεγείρων πόλεμον, ἔχθραν, πολεμικὸν δὲ καὶ [[ἔρις]] καὶ ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 21· ― [[ὅθεν]] ἐν τῷ ἐπιρρ., πολεμικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 1, κτλ.· ἀντίθετον τῷ εἰρηνικῶς ἔχειν, Ἰσοκρ. 91C· π. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. 123Ε. Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |lstext='''πολεμικός''': -ή, -όν, ([[πόλεμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόλεμον, οἱ π. κίνδυνοι Θουκ. 2. 43· ἀγῶνες π., ἀντίθετ. τῷ εἰρηνικοί, Πλάτ. Νόμ. 729D· [[βίος]] [[αὐτόθι]] 829Α· πλοῖα, ὅπλα [[αὐτόθι]] 706Β, 944Ε· χαλκῆν ἀσπίδα πολεμικωτάτην [[εἶναι]], καταλληλοτάτην εἰς πόλεμον, Ξεν. Λακ. 11. 3· [[ἐπιστήμη]], [[τέχνη]] π., κτλ., Πλάτ. Νόμ. 639Β, κτλ. 2) ἡ πολεμικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ὁ [[πόλεμος]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222C, κτλ.· ― τὰ πολεμικά, πολεμικαὶ ἀσκήσεις, ἀσκεῖν τὰ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18, Κύρ. 1. 5. 9· αἱ τῶν π. μελέται Θουκ. 2. 39, πρβλ. 89· πρβλ. [[πολεμιστήριος]] Ι. 3) τὸ πολεμικόν, τὸ [[σημεῖον]] πρὸς μάχην (παιὼν π. ἐν Ἐπ. Πλάτ. 348Β) τὸ π. σημαίνειν, Λατ. signum canere, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 29· ἀνέκραγε πολεμικόν, ἐξέβαλε πολεμικὴν κραυγήν, [[αὐτόθι]] 7. 3, 33· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέλους παιζομένου ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C. β) τὸ μάχιμον [[μέρος]] τοῦ λαοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ «μετέχον δικαιοσύνης δικαστικῆς «καὶ» πρὸς τὸ βουλευόμενον», Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἠσκημένος τὰ πολεμικά, [[ἐπιτήδειος]], [[ἄξιος]] εἰς τὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 84, Πλάτ. Πολ. 522C, κτλ.· διαστέλλεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[φιλοπτόλεμος]], Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1· ― [[ὡσαύτως]], ἵπποι π. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 62. ΙΙΙ. [[πολέμιος]], [[ἐχθρικός]], ὁ αὐτ. ἐν «Πόροις» 4. 44· ― ὁ διεγείρων πόλεμον, ἔχθραν, πολεμικὸν δὲ καὶ [[ἔρις]] καὶ ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 21· ― [[ὅθεν]] ἐν τῷ ἐπιρρ., πολεμικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 1, κτλ.· ἀντίθετον τῷ εἰρηνικῶς ἔχειν, Ἰσοκρ. 91C· π. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. 123Ε. Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne la guerre, de guerre ; τὸ πολεμικόν cri de guerre, signal de combat ; τὰ πολεμικά les travaux <i>ou</i> les arts de la guerre;<br /><b>II.</b> qui convient à la guerre :<br /><b>1</b> propre à la guerre;<br /><b>2</b> belliqueux;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> disposé à la guerre, hostile ; querelleur, batailleur;<br /><i>Sp.</i> πολεμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]]. | |||
}} | }} |