Anonymous

ἐγχρονίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[χρονίζω]], χρονοτριβῶ, ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Θουκ. 3. 27· περὶ τόπον Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392· ἐγχρονίσας, χρονοτριβήσας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 815. 7· ἐγχρ. πρὸς τὸν γάμον Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· τινί, ἔν τινι, Πολύβ. 15. 36, 6, ἐν τόπῳ Δίων Κ. 44. 46: - οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Ἐπιστ. 362 Α. ΙΙ. καθίσταμαι [[χρόνιος]], ἐγχρονίζει τὸ [[ἐμπύημα]] Ἱππ. Προγν. 42. 35: [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. ἐγχρονισθὲν τὸ [[νόσημα]] Πλάτ. Γοργ. 480Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 7, 1.
|lstext='''ἐγχρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[χρονίζω]], χρονοτριβῶ, ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Θουκ. 3. 27· περὶ τόπον Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392· ἐγχρονίσας, χρονοτριβήσας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 815. 7· ἐγχρ. πρὸς τὸν γάμον Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· τινί, ἔν τινι, Πολύβ. 15. 36, 6, ἐν τόπῳ Δίων Κ. 44. 46: - οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Ἐπιστ. 362 Α. ΙΙ. καθίσταμαι [[χρόνιος]], ἐγχρονίζει τὸ [[ἐμπύημα]] Ἱππ. Προγν. 42. 35: [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. ἐγχρονισθὲν τὸ [[νόσημα]] Πλάτ. Γοργ. 480Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 7, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνεχρόνιζον, <i>f.</i> ἐγχρονίσω, <i>f. att.</i> ἐγχρονιῶ;<br />passer le temps à <i>ou</i> dans ; tarder.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χρόνος]].
}}
}}