Anonymous

ἐλέφας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλέφας''': αντος, ὁ, τὸ γνωστὸν [[ζῷον]] ὁ [[ἐλέφας]], πρῶτον μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ὡς [[ἐγχώριος]] τῆς Ἀφρικῆς, 3. 114., 4. 191· ἐνῷ ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 45) ποιεῖται λόγον μόνον περὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ἐλέφαντος, πρβλ. 9. 1, 30, κτλ., ἂν καὶ ἀναφέρει καὶ τὸν Ἀφρικανὸν ἐν τῷ π. Οὐρ. 2. 14, 19: ― τὸ [[ζῷον]] τοῦτο δὲν ἦτο γενικῶς γνωστὸν παρ’ Ἕλλησι, [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου, Παυσ. 1. 12, 4. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ ἦτο γνωστὸν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτον μόνον τὸ καλούμενον ἐλεφάντινον [[ὀστοῦν]], ὁ ὀδοὺς τοῦ ἐλέφαντος, Τουρκιστί: «φίλδισί», Ἰλ. Ε. 582, καὶ οὕτω παρ’ Ἡσ. καὶ Πινδ., καθ’ ὅτι οἱ τοῦ ἐλέφαντος ὀδόντες ἐκομίζοντο ὡς [[ἐμπόρευμα]] εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ Φοινίκων πολὺ πρὶν ἢ γείνῃ γνωστὸν τὸ [[ζῷον]] δι’ Ἑλλήνων περιηγητῶν· ὁ Ἡρόδ. κυριολεκτικώτερον ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὀνομάζων αὐτοὺς ἐλέφαντος ὀδόντας 3. 97· ― ὁ Ὁμ. λέγει ὅτι οἱ ψευδεῖς ὄνειροι ἔρχονται διὰ πύλης ἐκ πριστοῦ ἐλέφαντος, ἴδε [[ἐλεφαίρομαι]]. ΙΙΙ. = [[ἐλεφαντίασις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 916. IV. πολύτιμός τις [[λίθος]], Θεοφρ. π. Λίθ. 37. V. [[εἶδος]] ποτηρίου, Ἀθήν. 468F. (Ὁ Pott. καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ Ἑβρ. eleph ([[βοῦς]]), καὶ παραβάλλουσιν αὐτὴν πρὸς τὸ bos Lucas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ [[ἀρχαῖον]] Λατ. [[ὄνομα]] τοῦ ἐλέφαντος, Lucret. 5. 1301· ὡς ὁ Παυσ. (9. 21, 2) καλεῖ τὸν ῥινόκερων ταῦρον Αἰθιοπικόν. Ἀλλὰ [[πάλιν]] τὸ Ἑβρ. [[ὄνομα]] τοῦ ζῴου τούτου ibâh, ὑπομιμνήσκει τὸ Σανσκρ. ibhas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ β΄ μέρει τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐλέφας, καὶ τῷ πρῴτῳ μέρει τοῦ Λατ. eb-ur, [[ὅθεν]] τὸ Γαλλ. iv-oire, κτλ.).
|lstext='''ἐλέφας''': αντος, ὁ, τὸ γνωστὸν [[ζῷον]] ὁ [[ἐλέφας]], πρῶτον μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ὡς [[ἐγχώριος]] τῆς Ἀφρικῆς, 3. 114., 4. 191· ἐνῷ ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 45) ποιεῖται λόγον μόνον περὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ἐλέφαντος, πρβλ. 9. 1, 30, κτλ., ἂν καὶ ἀναφέρει καὶ τὸν Ἀφρικανὸν ἐν τῷ π. Οὐρ. 2. 14, 19: ― τὸ [[ζῷον]] τοῦτο δὲν ἦτο γενικῶς γνωστὸν παρ’ Ἕλλησι, [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου, Παυσ. 1. 12, 4. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ ἦτο γνωστὸν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτον μόνον τὸ καλούμενον ἐλεφάντινον [[ὀστοῦν]], ὁ ὀδοὺς τοῦ ἐλέφαντος, Τουρκιστί: «φίλδισί», Ἰλ. Ε. 582, καὶ οὕτω παρ’ Ἡσ. καὶ Πινδ., καθ’ ὅτι οἱ τοῦ ἐλέφαντος ὀδόντες ἐκομίζοντο ὡς [[ἐμπόρευμα]] εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ Φοινίκων πολὺ πρὶν ἢ γείνῃ γνωστὸν τὸ [[ζῷον]] δι’ Ἑλλήνων περιηγητῶν· ὁ Ἡρόδ. κυριολεκτικώτερον ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὀνομάζων αὐτοὺς ἐλέφαντος ὀδόντας 3. 97· ― ὁ Ὁμ. λέγει ὅτι οἱ ψευδεῖς ὄνειροι ἔρχονται διὰ πύλης ἐκ πριστοῦ ἐλέφαντος, ἴδε [[ἐλεφαίρομαι]]. ΙΙΙ. = [[ἐλεφαντίασις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 916. IV. πολύτιμός τις [[λίθος]], Θεοφρ. π. Λίθ. 37. V. [[εἶδος]] ποτηρίου, Ἀθήν. 468F. (Ὁ Pott. καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ Ἑβρ. eleph ([[βοῦς]]), καὶ παραβάλλουσιν αὐτὴν πρὸς τὸ bos Lucas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ [[ἀρχαῖον]] Λατ. [[ὄνομα]] τοῦ ἐλέφαντος, Lucret. 5. 1301· ὡς ὁ Παυσ. (9. 21, 2) καλεῖ τὸν ῥινόκερων ταῦρον Αἰθιοπικόν. Ἀλλὰ [[πάλιν]] τὸ Ἑβρ. [[ὄνομα]] τοῦ ζῴου τούτου ibâh, ὑπομιμνήσκει τὸ Σανσκρ. ibhas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ β΄ μέρει τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐλέφας, καὶ τῷ πρῴτῳ μέρει τοῦ Λατ. eb-ur, [[ὅθεν]] τὸ Γαλλ. iv-oire, κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=αντος (ὁ) :<br /><b>1</b> éléphant, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> dent d’éléphant ; ivoire.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt à une langue d’Asie.
}}
}}