Anonymous

περισσεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσεύω''': μεταγεν. Ἀττ. -ττεύω· παρατ. ἐπερίσσευον, μεταγν. καὶ περιέσσευον, ἀλλὰ τοῦτο μόνον κατὰ σύγχυσιν πρὸς τὸ [[σεύω]], ἔσσευον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 28· ([[περισσός]]). Ὑπερβαίνω τὸν ἀριθμόν, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν…, εἷς δὲ π. Ἡσ. Ἀποσπ. 14. 4· περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐκταθῶσιν [[ὑπὲρ]] ἡμᾶς, θὰ ὑπερφαλαγγήσωσιν ἡμᾶς, (πρβλ. [[περιέχω]] ΙΙ) Ξεν. Ἀν. 4. 8, 11. ΙΙ. εἶμαι πλέον ἢ [[ἀρκετός]], [[πλεονάζω]], τἀρκοῦντα καὶ τὰ περιττεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 35· τὸ π. [[ἀργύριον]] ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 7· ἂν ἦ τι... περιττεῦον Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ περιττεύουσα τροφὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· τὸ π. τῶν κλασμάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ´, 20 (πρβλ. [[περίσσευμα]])· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε κτλ., τοσαύτην ἀφθονίαν λόγων καὶ ὀρθῆς γνώμης εἶχεν ὁ Περικλῆς, Θουκ. 2. 65· τοσόνδε ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 18· [[ὡσαύτως]], τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ Διον. Ἁλ., 3. 11. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[περιττός]], τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων Σοφ. Ἠλ. 1288. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχω ἀφθονίαν εἴς τι, τινί, ἀντίθετον τῷ [[ἐλλείπω]], Πολύβ. 18. 18, 5, Πλούτ., κλ.· π. τῷ ἀριθμῷ Πράξ. Ἀποστ. ις´, 5· ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., π. ἄρτων. ἔχω πλέον ἢ ἀρκετούς..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε´, 17. 2) εἶμαι [[ἀνώτερος]], [[κρείσσων]], π. [[παρά]] τινα, εἶμαι [[ἀνώτερος]] ἢ..., Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ´, 19) εἶμαι [[κρείσσων]], [[ἀνώτερος]], καλλίτερος, Α´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. η´, 8, ιδ´, 12· π. [[μᾶλλον]], προάγομαι ἐπὶ [[μᾶλλον]] καὶ [[μᾶλλον]] (δηλ. εἰς τὰς χριστιανικὰς χάριτας), Α´ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. δ´, 1 καὶ 11. IV. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ προάγηταί τις, [[προβιβάζω]], π. πᾶσαν [[χάριν]] Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ´, 8· π. τινὰ τῇ ἀγάπῃ Α´ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. γ´, 12. ― Παθ., προβιβάζομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 12, κε´ 29. 2) ἐπὶ χρόνου, π. τὰς ὥρας, [[μηκύνω]] αὐτὰς ἐπὶ [[μᾶλλον]], Ἀθήν. 42Β.
|lstext='''περισσεύω''': μεταγεν. Ἀττ. -ττεύω· παρατ. ἐπερίσσευον, μεταγν. καὶ περιέσσευον, ἀλλὰ τοῦτο μόνον κατὰ σύγχυσιν πρὸς τὸ [[σεύω]], ἔσσευον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 28· ([[περισσός]]). Ὑπερβαίνω τὸν ἀριθμόν, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν…, εἷς δὲ π. Ἡσ. Ἀποσπ. 14. 4· περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐκταθῶσιν [[ὑπὲρ]] ἡμᾶς, θὰ ὑπερφαλαγγήσωσιν ἡμᾶς, (πρβλ. [[περιέχω]] ΙΙ) Ξεν. Ἀν. 4. 8, 11. ΙΙ. εἶμαι πλέον ἢ [[ἀρκετός]], [[πλεονάζω]], τἀρκοῦντα καὶ τὰ περιττεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 35· τὸ π. [[ἀργύριον]] ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 7· ἂν ἦ τι... περιττεῦον Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ περιττεύουσα τροφὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· τὸ π. τῶν κλασμάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ´, 20 (πρβλ. [[περίσσευμα]])· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε κτλ., τοσαύτην ἀφθονίαν λόγων καὶ ὀρθῆς γνώμης εἶχεν ὁ Περικλῆς, Θουκ. 2. 65· τοσόνδε ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 18· [[ὡσαύτως]], τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ Διον. Ἁλ., 3. 11. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι [[περιττός]], τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων Σοφ. Ἠλ. 1288. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχω ἀφθονίαν εἴς τι, τινί, ἀντίθετον τῷ [[ἐλλείπω]], Πολύβ. 18. 18, 5, Πλούτ., κλ.· π. τῷ ἀριθμῷ Πράξ. Ἀποστ. ις´, 5· ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., π. ἄρτων. ἔχω πλέον ἢ ἀρκετούς..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε´, 17. 2) εἶμαι [[ἀνώτερος]], [[κρείσσων]], π. [[παρά]] τινα, εἶμαι [[ἀνώτερος]] ἢ..., Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ´, 19) εἶμαι [[κρείσσων]], [[ἀνώτερος]], καλλίτερος, Α´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. η´, 8, ιδ´, 12· π. [[μᾶλλον]], προάγομαι ἐπὶ [[μᾶλλον]] καὶ [[μᾶλλον]] (δηλ. εἰς τὰς χριστιανικὰς χάριτας), Α´ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. δ´, 1 καὶ 11. IV. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ προάγηταί τις, [[προβιβάζω]], π. πᾶσαν [[χάριν]] Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ´, 8· π. τινὰ τῇ ἀγάπῃ Α´ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. γ´, 12. ― Παθ., προβιβάζομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 12, κε´ 29. 2) ἐπὶ χρόνου, π. τὰς ὥρας, [[μηκύνω]] αὐτὰς ἐπὶ [[μᾶλλον]], Ἀθήν. 42Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπερίσσευσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> être en plus, être plus nombreux ; déborder (les ailes d’une armée) gén.;<br /><b>2</b> être de trop, être superflu, surabondant ; <i>abs.</i> περισσεύει, il y a en surcroît : τοσοῦτον [[τῷ]] Περικλεῖ ἐπερίσσευεν THC Périclès avait un tel surcroît de crédit <i>ou selon d’autres</i>, une telle surabondance de ressources;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> fournir en abondance ; multiplier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περισσός]].
}}
}}