Anonymous

ποθεινός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποθεινός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν Εὐρ. Ἑλ. 623· συντετμημ. [[ποθινός]], ἴδε ἐν λ. ([[ποθέω]])· ― ἐπιθυμητός, [[λίαν]] [[ποθητός]], [[περιπόθητος]], [[λίαν]] ἐπιθυμητός, [[βίος]] Σιμωνίδ. 71· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ φίλος Καλλίξ. 1. 16· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀπόντος ἢ ἀπολωλότος (ἴδε [[πόθος]]), [[παῖς]] πατρὶ π. Πινδ. Ο. 10 (11). 104, πρβλ. Ι. 5 (4). 9, καὶ Τραγ.· ποθεινὰ [[Ἑλλάς]], ἡ ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἴδῃ τις τὴν Ἑλλάδα, Πινδ. Π. 4. 389· ποθεινὸς ἦλθες Εὐρ. Ι. Τ. 515· π. ἂν μόλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 540· π. δάκρυα, πόθου δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1737· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράγοις, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 84· ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς [[ἡμέρα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 556· ποθεινότερόν τί τινος λαβὼν Θουκ. 2. 42· ποθεινότερος βίου [[θάνατος]] Λυσ. 197· 27· τὸ ποθεινότερον τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 3· ποθεινοὶ ἀλλήλοις Πλάτ. Λῦσ. 215Β, κτλ. ― Ἐπίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινὸς Ξεν. Λακ. 1, 5. ΙΙ. παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 1221, τὸ ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]], [[ἑρμηνευτέον]], συμφορὰ προκαλοῦσα δάκρυα, κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀντὶ τοῦ [[ἀξιοδάκρυτος]] συμφορὰ» πρβλ. Ι. Τ. 629.
|lstext='''ποθεινός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν Εὐρ. Ἑλ. 623· συντετμημ. [[ποθινός]], ἴδε ἐν λ. ([[ποθέω]])· ― ἐπιθυμητός, [[λίαν]] [[ποθητός]], [[περιπόθητος]], [[λίαν]] ἐπιθυμητός, [[βίος]] Σιμωνίδ. 71· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ φίλος Καλλίξ. 1. 16· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀπόντος ἢ ἀπολωλότος (ἴδε [[πόθος]]), [[παῖς]] πατρὶ π. Πινδ. Ο. 10 (11). 104, πρβλ. Ι. 5 (4). 9, καὶ Τραγ.· ποθεινὰ [[Ἑλλάς]], ἡ ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἴδῃ τις τὴν Ἑλλάδα, Πινδ. Π. 4. 389· ποθεινὸς ἦλθες Εὐρ. Ι. Τ. 515· π. ἂν μόλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 540· π. δάκρυα, πόθου δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1737· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράγοις, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 84· ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς [[ἡμέρα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 556· ποθεινότερόν τί τινος λαβὼν Θουκ. 2. 42· ποθεινότερος βίου [[θάνατος]] Λυσ. 197· 27· τὸ ποθεινότερον τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 3· ποθεινοὶ ἀλλήλοις Πλάτ. Λῦσ. 215Β, κτλ. ― Ἐπίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινὸς Ξεν. Λακ. 1, 5. ΙΙ. παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 1221, τὸ ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]], [[ἑρμηνευτέον]], συμφορὰ προκαλοῦσα δάκρυα, κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀντὶ τοῦ [[ἀξιοδάκρυτος]] συμφορὰ» πρβλ. Ι. Τ. 629.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> désirable, digne d’être aimé <i>ou</i> recherché;<br /><b>2</b> désiré;<br /><b>3</b> digne de regrets, regrettable;<br /><i>Cp.</i> ποθεινότερος, <i>Sp.</i> ποθεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]].
}}
}}