3,251,373
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στύραξ''': (Α), ᾰκος, ὁ, storax, ἡδύοσμόν τι ῥητινῶδες [[κόμμι]] χρησιμεῦον ὡς [[θυμίαμα]], [[ὀσμή]] σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου .. σμύρνης .. στύρακος Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, Διοσκ. 1. 79. ΙΙ. [[στύραξ]], ἡ, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὸ [[κόμμι]] τοῦτο, Ἡρόδ. 3. 107· ἀλλ’ ἀρσ. παρὰ Στράβ. 570, Πλουτ. Λύσανδρ. 28. | |lstext='''στύραξ''': (Α), ᾰκος, ὁ, storax, ἡδύοσμόν τι ῥητινῶδες [[κόμμι]] χρησιμεῦον ὡς [[θυμίαμα]], [[ὀσμή]] σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου .. σμύρνης .. στύρακος Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, Διοσκ. 1. 79. ΙΙ. [[στύραξ]], ἡ, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὸ [[κόμμι]] τοῦτο, Ἡρόδ. 3. 107· ἀλλ’ ἀρσ. παρὰ Στράβ. 570, Πλουτ. Λύσανδρ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> bout d’une lance;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lance, pique.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σταυρός]], [[στῦλος]], de la grande famille de [[ἵστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ακος (ὁ) :<br />styrax, <i>arbre qui produit la gomme ou résine dont on fait l’encens</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée, suff. qui se retrouve dans de nombreux noms de plantes : [[δόναξ]], [[θρῖδαξ]], etc.<br /><i><b>Par.</b></i> [[λίβανος]]. | |||
}} | }} |