3,274,816
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλήγω''': μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… [[ἄχος]] Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει [[μένος]] ἄτης; εἰς ποῖον [[σημεῖον]] θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· [[περί]]… Πλούτ. 2. 705Α· [[πρός]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· [[αὐτοῦ]] καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν [[ἄλλο]] νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ [[Θουκυδίδης]] τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84. | |lstext='''καταλήγω''': μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… [[ἄχος]] Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει [[μένος]] ἄτης; εἰς ποῖον [[σημεῖον]] θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· [[περί]]… Πλούτ. 2. 705Α· [[πρός]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· [[αὐτοῦ]] καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν [[ἄλλο]] νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ [[Θουκυδίδης]] τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>intr.</i> arriver à sa fin, finir, cesser : [[περί]] [[τι]], ἔν τινι aboutir à qch ; τὸ καταλῆγον, τὰ καταλήγοντα PLUT la limite, les frontières d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λήγω]]. | |||
}} | }} |