Anonymous

πάτριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάτριος''': -α, -ον, Τραγ· ἀλλὰ καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἑλ. 222, καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. Πεζογράφοις· ἀλλ’ ἴδε Ἀνδοκ. 26. 45· ([[πατήρ]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα τινός, ὁ τοῦ πατρός, Λατ. patrius. ἄρουρα Πινδ. Ο. 2. 26. [[ὄσσα]] [[αὐτόθι]] 6. 106· γῆ, [[χθών]], Σοφ. Ἀντ. 106, Εὐρ. Μήδ. 651, Ἑλ. 222, κτλ,· τεύχεα, δώματα Σοφ. Φ. 398, Ο. Τ. 1394. ΙΙ. = [[πατρικός]], ὁ ἐκ τῶν προγόνων παραληφθείς, [[κληρονομικός]], οἱ π. θεοὶ Ἡρόδ. 1. 172, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. 11· αἱ π. τελεταὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 367· ἱερὰ Θουκ. 2. 16· νόμοι ὁ αὐτ. 4. 118· θυσίαι Ἰσοκρ. 218D, Πλάτ. αἱ π. ἀρχαὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 11 καὶ 12· αἱ τιμαὶ αἱ π. Ἰσοκρ. 195Α· π. καὶ ἀρχαῖα [[νόμιμα]] Πλάτ. Νόμ. 793Β πατριωτέρα [[ἡγεμονία]], ἀρχαιοτέρα, Ἰσοκρ. 48Α· - πάτριόν ἐστιν αὐτοῖς, [[εἶναι]] κληρονομικὸν [[δικαίωμα]] παρ’ αὐτοῖς, ἀρχαία [[συνήθεια]] ἐκ τῶν προγόνων, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 778, πρβλ. Θουκ. 1. 123, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 3· π. Σπάρτης Τυρταῖ. 12· οὐκ ἦν [[ταῦτα]] τοῖς [[τότε]] Ἀθηναίοις πάτρια Δημ. 295. 24· - τὰ πάτρια, Λατ. instituta majorum (ἐν ᾧ τά πατρῷα, σημαίνει τὴν πατρικὴν κληρονομίαν), κατὰ τὰ πάτρια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1000, Θουκ. 2. 2, κτλ· ἀντίθετ. τῷ παρὰ τὰ π. Πλάτ. Πολιτικ. 296C· ποιῶ πρὸς τὴν πόλιν τὰ πάτρια, ὑπηρετῶ τὴν πόλιν ὡς ὑπηρέτουν οἱ πατέρες ἡμῶν πρὸ ἡμῶν, Ἰσοκρ. 46 Ε· σπανιώτερον καθ’ ἑνικ., τὸ πάτριον [[παρείς]], παραμελήσας τὸν κανόνα τῶν πατέρων ἡμῶν, Θουκ. 4. 86. - Ἐπίρρ. πατρίως Ἰουδαίοις, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πατέρων αὐτῶν, Ἰωσήπ. Πόλ. 1. 24, 2. π. καλούμενον, ἐν τῇ ἐπιχωρίῳ αὐτῶν γλώσσῃ, 5. 2, 1. - Ἴδε [[πατρῷος]] ἐν τέλ.
|lstext='''πάτριος''': -α, -ον, Τραγ· ἀλλὰ καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἑλ. 222, καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. Πεζογράφοις· ἀλλ’ ἴδε Ἀνδοκ. 26. 45· ([[πατήρ]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα τινός, ὁ τοῦ πατρός, Λατ. patrius. ἄρουρα Πινδ. Ο. 2. 26. [[ὄσσα]] [[αὐτόθι]] 6. 106· γῆ, [[χθών]], Σοφ. Ἀντ. 106, Εὐρ. Μήδ. 651, Ἑλ. 222, κτλ,· τεύχεα, δώματα Σοφ. Φ. 398, Ο. Τ. 1394. ΙΙ. = [[πατρικός]], ὁ ἐκ τῶν προγόνων παραληφθείς, [[κληρονομικός]], οἱ π. θεοὶ Ἡρόδ. 1. 172, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. 11· αἱ π. τελεταὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 367· ἱερὰ Θουκ. 2. 16· νόμοι ὁ αὐτ. 4. 118· θυσίαι Ἰσοκρ. 218D, Πλάτ. αἱ π. ἀρχαὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 11 καὶ 12· αἱ τιμαὶ αἱ π. Ἰσοκρ. 195Α· π. καὶ ἀρχαῖα [[νόμιμα]] Πλάτ. Νόμ. 793Β πατριωτέρα [[ἡγεμονία]], ἀρχαιοτέρα, Ἰσοκρ. 48Α· - πάτριόν ἐστιν αὐτοῖς, [[εἶναι]] κληρονομικὸν [[δικαίωμα]] παρ’ αὐτοῖς, ἀρχαία [[συνήθεια]] ἐκ τῶν προγόνων, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 778, πρβλ. Θουκ. 1. 123, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 3· π. Σπάρτης Τυρταῖ. 12· οὐκ ἦν [[ταῦτα]] τοῖς [[τότε]] Ἀθηναίοις πάτρια Δημ. 295. 24· - τὰ πάτρια, Λατ. instituta majorum (ἐν ᾧ τά πατρῷα, σημαίνει τὴν πατρικὴν κληρονομίαν), κατὰ τὰ πάτρια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1000, Θουκ. 2. 2, κτλ· ἀντίθετ. τῷ παρὰ τὰ π. Πλάτ. Πολιτικ. 296C· ποιῶ πρὸς τὴν πόλιν τὰ πάτρια, ὑπηρετῶ τὴν πόλιν ὡς ὑπηρέτουν οἱ πατέρες ἡμῶν πρὸ ἡμῶν, Ἰσοκρ. 46 Ε· σπανιώτερον καθ’ ἑνικ., τὸ πάτριον [[παρείς]], παραμελήσας τὸν κανόνα τῶν πατέρων ἡμῶν, Θουκ. 4. 86. - Ἐπίρρ. πατρίως Ἰουδαίοις, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πατέρων αὐτῶν, Ἰωσήπ. Πόλ. 1. 24, 2. π. καλούμενον, ἐν τῇ ἐπιχωρίῳ αὐτῶν γλώσσῃ, 5. 2, 1. - Ἴδε [[πατρῷος]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du père;<br /><b>2</b> des pères, des ancêtres : τὸ πάτριον THC la règle <i>ou</i> la coutume des ancêtres ; τὰ πάτρια les coutumes, les institutions, les lois des ancêtres ; πάτριόν ἐστι c’est une coutume qui a passé des pères aux enfants de, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> πατριώτερος, qui provient plutôt des ancêtres, plus ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]].
}}
}}