Anonymous

δύσελπις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσελπις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ [[μόλις]] ἐλπίζων, ἄπελπις, Αἰσχύλ. Χο. 412, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 31, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 11 κ. ἀλλ.
|lstext='''δύσελπις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ [[μόλις]] ἐλπίζων, ἄπελπις, Αἰσχύλ. Χο. 412, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 31, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 11 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιδος<br />qui espère difficilement, qui désespère.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐλπίς]].
}}
}}