3,271,412
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ [[συνετός]], πολὺ [[φρόνιμος]], Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, [[εὑρετικός]], ὡς τὸ [[πολύμητις]], Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297. | |lstext='''πολύφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ [[συνετός]], πολὺ [[φρόνιμος]], Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, [[εὑρετικός]], ὡς τὸ [[πολύμητις]], Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> très prudent;<br /><b>2</b> très ingénieux, industrieux, inventif.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |