Anonymous

βουλυτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βουλῡτός''': (ἐνν. [[καιρός]]), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, [[ἑσπέρα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342˙ ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15˙ -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.
|lstext='''βουλῡτός''': (ἐνν. [[καιρός]]), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, [[ἑσπέρα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342˙ ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15˙ -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>s.e.</i> [[καιρός]];<br />heure où l’on dételle les bœufs, soir.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[λύω]].
}}
}}