Anonymous

ἄλειφαρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλειφαρ''': -ατος, τό, ([[ἀλείφω]]) [[μύρον]], [[ἔλαιον]] πρὸς ἀλοιφήν, [[ἔλαιον]], [[λίπος]], χρησιμεῦον εἰς ἐπικηδείους θυσίας, Ἰλ. Ψ. 170, Ὀδ. Γ. 408, κτλ., [[ἄλειφαρ]] ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, [[ἔλαιον]] ἐκ κέδρου, κτλ., Ἡρόδ. 2. 87, 94. II. [[καθόλου]], πᾶν χρησιμεῦον πρὸς ἐπίχρισιν, [[ἐντεῦθεν]] παρὰ Θεοκρ. 7. 147· [[πίσσα]] ἢ [[ῥητίνη]] πρὸς σφράγισιν οἰνοδόχων ἀγγείων, πρβλ. προηγ.
|lstext='''ἄλειφαρ''': -ατος, τό, ([[ἀλείφω]]) [[μύρον]], [[ἔλαιον]] πρὸς ἀλοιφήν, [[ἔλαιον]], [[λίπος]], χρησιμεῦον εἰς ἐπικηδείους θυσίας, Ἰλ. Ψ. 170, Ὀδ. Γ. 408, κτλ., [[ἄλειφαρ]] ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, [[ἔλαιον]] ἐκ κέδρου, κτλ., Ἡρόδ. 2. 87, 94. II. [[καθόλου]], πᾶν χρησιμεῦον πρὸς ἐπίχρισιν, [[ἐντεῦθεν]] παρὰ Θεοκρ. 7. 147· [[πίσσα]] ἢ [[ῥητίνη]] πρὸς σφράγισιν οἰνοδόχων ἀγγείων, πρβλ. προηγ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> huile pour onction;<br /><b>2</b> graisse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλείφω]].
}}
}}