Anonymous

βοτάνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοτάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[βόσκω]]) τροφὴ τῶν ζῴων, [[χόρτος]], Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος [[νομή]], δηλ. ἡ [[Νεμέα]] (πρβλ. [[χόρτος]]), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ [[λάχανον]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7.
|lstext='''βοτάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[βόσκω]]) τροφὴ τῶν ζῴων, [[χόρτος]], Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος [[νομή]], δηλ. ἡ [[Νεμέα]] (πρβλ. [[χόρτος]]), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ [[λάχανον]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />herbe à paître ; pâturage.<br />'''Étymologie:''' R. Βοτ, v. [[βόσκω]].
}}
}}