3,273,773
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοτάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[βόσκω]]) τροφὴ τῶν ζῴων, [[χόρτος]], Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος [[νομή]], δηλ. ἡ [[Νεμέα]] (πρβλ. [[χόρτος]]), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ [[λάχανον]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7. | |lstext='''βοτάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[βόσκω]]) τροφὴ τῶν ζῴων, [[χόρτος]], Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος [[νομή]], δηλ. ἡ [[Νεμέα]] (πρβλ. [[χόρτος]]), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ [[λάχανον]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />herbe à paître ; pâturage.<br />'''Étymologie:''' R. Βοτ, v. [[βόσκω]]. | |||
}} | }} |