Anonymous

τρώγλη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρώγλη''': ἡ, ([[τρώγω]]) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον [[μέρος]] τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, [[κυρίως]] [[τρῦπα]] μυός, «ποντικότρυπα», [[ἀλλά]] καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· [[καθόλου]], πᾶσα ὀπή, [[κοιλότης]], «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· [[τρῦπα]] εἰς [[ἔνδυμα]] ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.
|lstext='''τρώγλη''': ἡ, ([[τρώγω]]) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον [[μέρος]] τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, [[κυρίως]] [[τρῦπα]] μυός, «ποντικότρυπα», [[ἀλλά]] καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· [[καθόλου]], πᾶσα ὀπή, [[κοιλότης]], «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· [[τρῦπα]] εἰς [[ἔνδυμα]] ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />trou fait par un animal rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγω]].
}}
}}