Anonymous

δευσοποιός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.
|lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à teindre, qui teint;<br /><b>2</b> teint ; indélébile, ineffaçable.<br />'''Étymologie:''' [[δεύω]], [[ποιέω]].
}}
}}