3,277,243
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ. | |lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à teindre, qui teint;<br /><b>2</b> teint ; indélébile, ineffaçable.<br />'''Étymologie:''' [[δεύω]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |