Anonymous

λοιμώσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοιμώσσω''': Ἀττ. -ττω: -ξω, ἔχω λοιμόν, [[πάσχω]] ἐκ λοιμοῦ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Σκυθ. 2· πρβλ. λιμώσω ἐκ τοῦ [[λιμός]].
|lstext='''λοιμώσσω''': Ἀττ. -ττω: -ξω, ἔχω λοιμόν, [[πάσχω]] ἐκ λοιμοῦ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Σκυθ. 2· πρβλ. λιμώσω ἐκ τοῦ [[λιμός]].
}}
{{bailly
|btext=être atteint de la peste.<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]].
}}
}}