Anonymous

συνεπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπαίρω''': [[αἴρω]], ὑψώνω [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, ἑαυτὸν Ξενοφ. Ἱππ. 7. 2· τὰ πρόσθια σκέλη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15· ἦχον σάλπιγγι σ. Γρηγ. Νύσσ. ― Παθ., ἐξυψοῦμαι [[ὁμοῦ]], ἡ [[λέξις]] τῷ μεγέθει σ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. παρακινῶ, [[προτρέπω]], παρορμῶ [[ὁμοῦ]] ἢ [[ὡσαύτως]], μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 8. 24, πρβλ. Οἰκ. 5. 5. ― Παθητ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνεπανίσταμαι, τινι, ἐπὶ ἐπαναστατῶν, Πλουτ. Κοριολ. 12, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. Προοίμ. 2.
|lstext='''συνεπαίρω''': [[αἴρω]], ὑψώνω [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, ἑαυτὸν Ξενοφ. Ἱππ. 7. 2· τὰ πρόσθια σκέλη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15· ἦχον σάλπιγγι σ. Γρηγ. Νύσσ. ― Παθ., ἐξυψοῦμαι [[ὁμοῦ]], ἡ [[λέξις]] τῷ μεγέθει σ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. παρακινῶ, [[προτρέπω]], παρορμῶ [[ὁμοῦ]] ἢ [[ὡσαύτως]], μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 8. 24, πρβλ. Οἰκ. 5. 5. ― Παθητ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνεπανίσταμαι, τινι, ἐπὶ ἐπαναστατῶν, Πλουτ. Κοριολ. 12, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. Προοίμ. 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> donner en même temps de l’élévation, de la noblesse;<br /><b>2</b> exciter avec <i>ou</i> en même temps à, inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνεπαίρομαι se soulever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαίρω]].
}}
}}