3,271,365
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμεταπίπτω''': [[ὁμοῦ]] [[μεταπίπτω]], συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14. | |lstext='''συμμεταπίπτω''': [[ὁμοῦ]] [[μεταπίπτω]], συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> déchoir <i>ou</i> dégénérer avec, τινι;<br /><b>2</b> tomber d’accord avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταπίπτω]]. | |||
}} | }} |