Anonymous

ἰσοστάσιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοστάσιος''': -ον, = τῷ προηγ., [[ἰσοβαρής]], [[ἰσόζυγος]], τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 5· [[ἰσοδύναμος]] [[πρός]] τινα, τινι Ἱππ. 1278. 23, κτλ· πρβλ. [[ἰσάργυρος]]. ― Ἐπίρρ. -ίως, [[Πολυδ]]. Η΄, 11· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ἰσοστάσια βαίνειν Φίλων 1. 462, 12.
|lstext='''ἰσοστάσιος''': -ον, = τῷ προηγ., [[ἰσοβαρής]], [[ἰσόζυγος]], τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 5· [[ἰσοδύναμος]] [[πρός]] τινα, τινι Ἱππ. 1278. 23, κτλ· πρβλ. [[ἰσάργυρος]]. ― Ἐπίρρ. -ίως, [[Πολυδ]]. Η΄, 11· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ἰσοστάσια βαίνειν Φίλων 1. 462, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un poids égal à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[στατός]].
}}
}}