Anonymous

ψόφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψόφος''': [[ἄναρθρος]] [[ἦχος]], [[θόρυβος]], [[κτύπος]], ([[κυρίως]] ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς συγκρούσεως δύο σκληρῶν σωμάτων, Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 2. 8, 2· ἢ ὁ ἐκ τῶν ἐντόμων ἠχούντων ἀλλ’ οὐχὶ διὰ τοῦ λάρυγγος, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 1 κἑξ.· ἀντίθετον τῷ [[φωνή]], π. Ψυχῆς 2. 8, 11, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, κ. ἀλλ.· [[ψόφος]] μόνον [τὸ σῖγμα] Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Νόμ. 669C, D)· πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285, ἄτερ ψόφου· [[ὡσαύτως]], [[πόλις]] ψόφου πλέα Εὐρ. Ἴων 601· ψ. γλώσσης ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 229· φιλημάτων Σοφ. Ἀποσπ. 482· ἀνέμων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἐπὶ κυλιομένων λίθων, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 4· ὁ ἐκ τῶν βημάτων, ψόφῳ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22· ἐπὶ θύρας ἀνοιγομένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 604, Πλάτ. Συμπ. 212C· πρβλ. [[ψοφέω]] ΙΙ· ― ἐπὶ ἰσχυροῦ κτύπου, Θουκ. 4. 115· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, ψ. λωτοῦ, κιθάρας Εὐρ. Βάκχ. 987, Κύκλ. 443· σάλπιγγος Παυσ. 2. 21, 3. 2) [[ἁπλοῦς]] [[ἦχος]], κενὸς [[ἦχος]], ἢ [[θόρυβος]], τοῦ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, πρὸς τὸν σὸν θόρυβον δὲν θὰ στρέψω τὴν κεφαλήν μου, Σοφ. Αἴ. 1116· κενὸς [[ψόφος]] Εὐρ. Ρῆσ. 565· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κενὴ [[ἐπικρότησις]], κενὴ ἐπιδοκιμασία ἢ ἐπευφήμησις, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 397· [[εὐδοξία]].. [[ψόφος]] μαινομένων ἀνθρώπων Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 6· ψόφοι, ἦχοι κενοὶ καὶ οὐδὲν πλέον, ἐπὶ ὀνομάτων [[μεγάλως]] ἠχούντων ἢ μεγαλοπρεπῶν λέξεων, ὁ μὴ φρονῶν.. ψόφοις ἁλίσκεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 195, πρβλ. Ἀλκίφρ. 2. 3, 76. Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15· ψόφου [[πλέως]], ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1367· καὶ ψ. ῥημάτων, ἐπὶ τῆς γλώσσης [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 492. (Συγγενὲς τῷ [[ψόθος]]).
|lstext='''ψόφος''': [[ἄναρθρος]] [[ἦχος]], [[θόρυβος]], [[κτύπος]], ([[κυρίως]] ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς συγκρούσεως δύο σκληρῶν σωμάτων, Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 2. 8, 2· ἢ ὁ ἐκ τῶν ἐντόμων ἠχούντων ἀλλ’ οὐχὶ διὰ τοῦ λάρυγγος, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 1 κἑξ.· ἀντίθετον τῷ [[φωνή]], π. Ψυχῆς 2. 8, 11, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, κ. ἀλλ.· [[ψόφος]] μόνον [τὸ σῖγμα] Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Νόμ. 669C, D)· πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285, ἄτερ ψόφου· [[ὡσαύτως]], [[πόλις]] ψόφου πλέα Εὐρ. Ἴων 601· ψ. γλώσσης ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 229· φιλημάτων Σοφ. Ἀποσπ. 482· ἀνέμων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἐπὶ κυλιομένων λίθων, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 4· ὁ ἐκ τῶν βημάτων, ψόφῳ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22· ἐπὶ θύρας ἀνοιγομένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 604, Πλάτ. Συμπ. 212C· πρβλ. [[ψοφέω]] ΙΙ· ― ἐπὶ ἰσχυροῦ κτύπου, Θουκ. 4. 115· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, ψ. λωτοῦ, κιθάρας Εὐρ. Βάκχ. 987, Κύκλ. 443· σάλπιγγος Παυσ. 2. 21, 3. 2) [[ἁπλοῦς]] [[ἦχος]], κενὸς [[ἦχος]], ἢ [[θόρυβος]], τοῦ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, πρὸς τὸν σὸν θόρυβον δὲν θὰ στρέψω τὴν κεφαλήν μου, Σοφ. Αἴ. 1116· κενὸς [[ψόφος]] Εὐρ. Ρῆσ. 565· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κενὴ [[ἐπικρότησις]], κενὴ ἐπιδοκιμασία ἢ ἐπευφήμησις, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 397· [[εὐδοξία]].. [[ψόφος]] μαινομένων ἀνθρώπων Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 6· ψόφοι, ἦχοι κενοὶ καὶ οὐδὲν πλέον, ἐπὶ ὀνομάτων [[μεγάλως]] ἠχούντων ἢ μεγαλοπρεπῶν λέξεων, ὁ μὴ φρονῶν.. ψόφοις ἁλίσκεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 195, πρβλ. Ἀλκίφρ. 2. 3, 76. Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15· ψόφου [[πλέως]], ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1367· καὶ ψ. ῥημάτων, ἐπὶ τῆς γλώσσης [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 492. (Συγγενὲς τῷ [[ψόθος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> bruit, son inarticulé <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> bavardage;<br /><b>2</b> langage sonore, emphase.<br />'''Étymologie:''' p. *σφόφος de R. Σφυ, souffler.
}}
}}