Anonymous

κρότημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρότημα''': τό, [[ἔργον]] γενόμενον διὰ σφυρηλατήσεως· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, [[πανοῦργος]], «διαβολεμένος», (πρβλ. [[κροτέω]] ΙΙ. 3), τὸ πάνσοφον [[κρότημα]] Λαέρτου [[γόνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 784· ἔστι δ’ αἱμυλώτατον κρότημ’ Ὀδυσσεὺς Εὐρ. Ρῆσ. 499. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κρότημα]]· ἐπὶ τῶν δολίων τάσσεται».
|lstext='''κρότημα''': τό, [[ἔργον]] γενόμενον διὰ σφυρηλατήσεως· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, [[πανοῦργος]], «διαβολεμένος», (πρβλ. [[κροτέω]] ΙΙ. 3), τὸ πάνσοφον [[κρότημα]] Λαέρτου [[γόνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 784· ἔστι δ’ αἱμυλώτατον κρότημ’ Ὀδυσσεὺς Εὐρ. Ρῆσ. 499. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κρότημα]]· ἐπὶ τῶν δολίων τάσσεται».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> travail fait au marteau LSJ;<br /><b>2</b> parole bruyante ; charlatan, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
}}
}}