Anonymous

πολύτεκνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύτεκνος''': -ον, ὁ γεννῶν πολλὰ τέκνα, [[γόνιμος]], Αἰσχύλ. Πρ. 137, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· ἴδε ἐν λ. [[ἅμιλλα]]. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029, ὡς ἐπίθ. ποταμῶν, γονιμοποιῶν, εὔφορον ποιῶν τὴν γῆν (;).
|lstext='''πολύτεκνος''': -ον, ὁ γεννῶν πολλὰ τέκνα, [[γόνιμος]], Αἰσχύλ. Πρ. 137, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· ἴδε ἐν λ. [[ἅμιλλα]]. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029, ὡς ἐπίθ. ποταμῶν, γονιμοποιῶν, εὔφορον ποιῶν τὴν γῆν (;).
}}
{{bailly
|btext=ος, ος;<br /><b>1</b> qui a un grand nombre d’enfants ; [[ἅμιλλα]] [[πολύτεκνος]] EUR le désir d’avoir beaucoup d’enfants;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très fécondant, fertilisant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέκνον]].
}}
}}