3,274,825
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δηγμός''': ὁ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ δάκνειν, [[πόνος]] [[ὀξύς]], [[δηκτικός]], «κόψιμον», Ἱππ. 221Ε, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 4. 4, 5. 2) μεταφ., ἐπὶ λόγου δηκτικοῦ, δ. ἔχειν Πλούτ. 2. 68Ε ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. δηκτικὰ μέσα ἢ καυστικά, ὁ αὐτ. Περικλ. 15. | |lstext='''δηγμός''': ὁ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ δάκνειν, [[πόνος]] [[ὀξύς]], [[δηκτικός]], «κόψιμον», Ἱππ. 221Ε, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 4. 4, 5. 2) μεταφ., ἐπὶ λόγου δηκτικοῦ, δ. ἔχειν Πλούτ. 2. 68Ε ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. δηκτικὰ μέσα ἢ καυστικά, ὁ αὐτ. Περικλ. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />morsure ; parole mordante.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]]. | |||
}} | }} |