Anonymous

ἀρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ [[ἀράομαι]], Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
|lstext='''ἀρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ [[ἀράομαι]], Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἀράομαι]].
}}
}}