3,241,406
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνολοφύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., = [[ἀνοδύρομαι]], θρηνολογῶ, τὴν ἰδίαν ξυμφορὰν ... ἀνωλοφύρατο Θουκ. 8. 81, ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν [[ἄμφω]] Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, [[μετὰ]] μετοχῆς, ἀνολοφύραι’ ἂν ποθῶν ..., Πλάτ. Πρωτ. 327D. | |lstext='''ἀνολοφύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., = [[ἀνοδύρομαι]], θρηνολογῶ, τὴν ἰδίαν ξυμφορὰν ... ἀνωλοφύρατο Θουκ. 8. 81, ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν [[ἄμφω]] Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, [[μετὰ]] μετοχῆς, ἀνολοφύραι’ ἂν ποθῶν ..., Πλάτ. Πρωτ. 327D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἀνωλοφυράμην;<br />se lamenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀλοφύρομαι]]. | |||
}} | }} |