Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνολοφύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνολοφύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., = [[ἀνοδύρομαι]], θρηνολογῶ, τὴν ἰδίαν ξυμφορὰν ... ἀνωλοφύρατο Θουκ. 8. 81, ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν [[ἄμφω]] Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, [[μετὰ]] μετοχῆς, ἀνολοφύραι’ ἂν ποθῶν ..., Πλάτ. Πρωτ. 327D.
|lstext='''ἀνολοφύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., = [[ἀνοδύρομαι]], θρηνολογῶ, τὴν ἰδίαν ξυμφορὰν ... ἀνωλοφύρατο Θουκ. 8. 81, ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν [[ἄμφω]] Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, [[μετὰ]] μετοχῆς, ἀνολοφύραι’ ἂν ποθῶν ..., Πλάτ. Πρωτ. 327D.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀνωλοφυράμην;<br />se lamenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀλοφύρομαι]].
}}
}}