Anonymous

στεροπή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεροπή''': ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ [[ἀστεροπή]], ἀστραπή, [[λάμψις]] ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε [[πρύτανις]], δηλ. ὁ Ζεύς, [[αὐτόθι]] Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - [[καθόλου]], ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.
|lstext='''στεροπή''': ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ [[ἀστεροπή]], ἀστραπή, [[λάμψις]] ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε [[πρύτανις]], δηλ. ὁ Ζεύς, [[αὐτόθι]] Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - [[καθόλου]], ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> éclair;<br /><b>2</b> lueur éclatante, éclat.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστεροπή]], [[ἀστραπή]].
}}
}}