3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλιεύω''': (ἅλς) ψαρεύω, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 3: εἶμαι [[ἁλιεύς]], Πλουτ. Ἀντων. 29. Λουκ., κτλ.· ἁλ. τὴν θάλασσαν = ἐρευνῶ αὐτὴν ζητῶν ἰχθῦς, Βασίλ.: - μεταφ. ἐπὶ τιμωρῶν· ἁλιεύειν τινά, καταδιώκειν, τιμωρεῖν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιϛ, 16). ΙΙ. παρ’ Ἀττ. μόνον τὸ [[μέσον]] ἀπαντᾷ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 2· «ἁλιευομένη» [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφ. πρβλ. Ἀθήν. 544C, Θωμ. Μ. 36. | |lstext='''ἁλιεύω''': (ἅλς) ψαρεύω, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 3: εἶμαι [[ἁλιεύς]], Πλουτ. Ἀντων. 29. Λουκ., κτλ.· ἁλ. τὴν θάλασσαν = ἐρευνῶ αὐτὴν ζητῶν ἰχθῦς, Βασίλ.: - μεταφ. ἐπὶ τιμωρῶν· ἁλιεύειν τινά, καταδιώκειν, τιμωρεῖν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιϛ, 16). ΙΙ. παρ’ Ἀττ. μόνον τὸ [[μέσον]] ἀπαντᾷ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 2· «ἁλιευομένη» [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφ. πρβλ. Ἀθήν. 544C, Θωμ. Μ. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=pêcher, être pêcheur, faire le métier de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλιεύς]]. | |||
}} | }} |