Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπήγνῡμι''': καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· [[ὡσαύτως]] περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, [[σχηματίζω]] φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., [[μετὰ]] πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ [[ὕδωρ]] περιπήττεταί τινι Στράβ. 568.
|lstext='''περιπήγνῡμι''': καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· [[ὡσαύτως]] περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, [[σχηματίζω]] φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., [[μετὰ]] πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ [[ὕδωρ]] περιπήττεταί τινι Στράβ. 568.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ficher <i>ou</i> fixer tout autour : [[τῷ]] σώματι χιτῶνα PLUT fixer sa tunique autour de son corps ; <i>Pass.</i> se fixer autour de, τινι;<br /><b>2</b> faire durcir autour de <i>ou</i> sur : περιπηγνύειν τὴν τέφραν [[τῷ]] βώμῳ PLUT faire durcir <i>ou</i> rendre compacte la cendre autour de l’autel ; <i>Pass.</i> se congeler autour de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πήγνυμι]].
}}
}}