3,276,318
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπήγνῡμι''': καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· [[ὡσαύτως]] περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, [[σχηματίζω]] φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., [[μετὰ]] πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ [[ὕδωρ]] περιπήττεταί τινι Στράβ. 568. | |lstext='''περιπήγνῡμι''': καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· [[ὡσαύτως]] περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, [[σχηματίζω]] φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., [[μετὰ]] πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ [[ὕδωρ]] περιπήττεταί τινι Στράβ. 568. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> ficher <i>ou</i> fixer tout autour : [[τῷ]] σώματι χιτῶνα PLUT fixer sa tunique autour de son corps ; <i>Pass.</i> se fixer autour de, τινι;<br /><b>2</b> faire durcir autour de <i>ou</i> sur : περιπηγνύειν τὴν τέφραν [[τῷ]] βώμῳ PLUT faire durcir <i>ou</i> rendre compacte la cendre autour de l’autel ; <i>Pass.</i> se congeler autour de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πήγνυμι]]. | |||
}} | }} |