Anonymous

διοπτεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοπτεύω''': ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], [[περιβλέπω]], ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, [[ἐξετάζω]], [[στέγος]] Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε [[διοπεύω]]. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
|lstext='''διοπτεύω''': ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], [[περιβλέπω]], ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, [[ἐξετάζω]], [[στέγος]] Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε [[διοπεύω]]. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> épier, espionner;<br /><b>2</b> discerner, distinguer;<br /><b>3</b> être inspecteur d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
}}
}}