Anonymous

συμμητιάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμητιάομαι''': ἀποθ., [[σκέπτομαι]] [[ὁμοῦ]], συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «[[κοινῇ]] γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197.
|lstext='''συμμητιάομαι''': ἀποθ., [[σκέπτομαι]] [[ὁμοῦ]], συσκέπτομαι, αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι, «[[κοινῇ]] γνώμῃ σκέψασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 197.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>seul. inf. prés. épq.</i> συμμητιάασθαι;<br />délibérer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μητιάω]].
}}
}}