3,274,277
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζάλη''': ᾰ, ἡ, ἡ [[ἐξέγερσις]] τῆς θαλάσσης, [[τρικυμία]], (συστροφὴ ἀνέμων [[μεγάλη]], Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. [[τύπος]] τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] [[ζάλος]], [[ζαλάω]], [[ζαλόεις]]). | |lstext='''ζάλη''': ᾰ, ἡ, ἡ [[ἐξέγερσις]] τῆς θαλάσσης, [[τρικυμία]], (συστροφὴ ἀνέμων [[μεγάλη]], Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. [[τύπος]] τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] [[ζάλος]], [[ζαλάω]], [[ζαλόεις]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> agitation violente des flots ; tempête sur mer ; <i>fig.</i> tempête ; flot de sang;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tempête, <i>en gén.</i> ouragan, orage.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |