Anonymous

Βάκχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''Βάκχος''': ὁ, Bacchus, νεώτερον σχετικῶς [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο [[Διόνυσος]] [[Βάκχειος]] καὶ ὁ [[Βάκχειος]] Ἡρόδ. 4. 79, καὶ τὸ [[ῥῆμα]] βακχεύειν ἀπαντᾷ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ· ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] [[Βάκχος]] πρῶτον ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. Ο. Τ. 211, καὶ [[εἶναι]] [[συχν]]. παρ’ Εὐρ.· πρβλ. [[Ἴακχος]]. Τὸ παλαιότερον καὶ ἐπικρατέστερον [[αὐτοῦ]] [[ὄνομα]] [[Διόνυσος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ οὐχὶ [[συχνάκις]] (ἴδε τὴν λέξ.). Ἀλλ’ ἡ [[λατρεία]] [[αὐτοῦ]] φαίνεται ὅτι ἦτο παλαιοτάτη καὶ [[πολυειδής]]· καὶ αὐτὸς δὲ [[πολλαχῶς]] παρίσταται ὡς ἐκπολιτίσας τοὺς ἀνθρώπους, ὡς ἐμπνεύσας εὐγενῆ ἐνθουσιασμόν, ὡς τὸ [[σύμβολον]] τῆς γενετικῆς καὶ παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, κτλ. ἴδε Creuzer’s Dionysos, M üller Arch äol. d. Kunst. §383 κἑξ. ΙΙ. [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ι. Α. 1061, κτλ.· πρβλ. [[Βάκχειος]]. ΙΙΙ. ὁ ὑπὸ τοῦ Βάκχου κατεχόμενος, ὡς [[Βάκχη]] ἡ κατεχομένη, [[καθόλου]] πᾶς ὁ ἐνθουσιῶν, ἐμπνεύσεως [[πλήρης]], [[πλήρης]] πάθους, κτλ., Ἅιδου [[Βάκχος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119· πρβλ. Heind. Πλάτ. Φαίδ. 69C. IV. [[εἶδος]] ἰχθύος, = [[ὀνίσκος]] ΙΙ, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C. (Ἡ ρίζα φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ϝΑΧ, [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] [[Βάκχος]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ϝάκχος· καὶ [[Ἴακχος]] [[εἶναι]] ἀντὶ ϝίϝακχος· σχετίζεται δὲ πιθανῶς πρὸς τὸ [[ἠχέω]], [[ἰαχή]], δηλ. ϝιϝαχή· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. [[αὐίαχος]] = ἀϝίαχος· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βαβάκτης· [[κραύγασος]], [[ὅθεν]] καὶ [[Βάκχος]]).
|lstext='''Βάκχος''': ὁ, Bacchus, νεώτερον σχετικῶς [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο [[Διόνυσος]] [[Βάκχειος]] καὶ ὁ [[Βάκχειος]] Ἡρόδ. 4. 79, καὶ τὸ [[ῥῆμα]] βακχεύειν ἀπαντᾷ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ· ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] [[Βάκχος]] πρῶτον ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. Ο. Τ. 211, καὶ [[εἶναι]] [[συχν]]. παρ’ Εὐρ.· πρβλ. [[Ἴακχος]]. Τὸ παλαιότερον καὶ ἐπικρατέστερον [[αὐτοῦ]] [[ὄνομα]] [[Διόνυσος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ οὐχὶ [[συχνάκις]] (ἴδε τὴν λέξ.). Ἀλλ’ ἡ [[λατρεία]] [[αὐτοῦ]] φαίνεται ὅτι ἦτο παλαιοτάτη καὶ [[πολυειδής]]· καὶ αὐτὸς δὲ [[πολλαχῶς]] παρίσταται ὡς ἐκπολιτίσας τοὺς ἀνθρώπους, ὡς ἐμπνεύσας εὐγενῆ ἐνθουσιασμόν, ὡς τὸ [[σύμβολον]] τῆς γενετικῆς καὶ παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, κτλ. ἴδε Creuzer’s Dionysos, M üller Arch äol. d. Kunst. §383 κἑξ. ΙΙ. [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ι. Α. 1061, κτλ.· πρβλ. [[Βάκχειος]]. ΙΙΙ. ὁ ὑπὸ τοῦ Βάκχου κατεχόμενος, ὡς [[Βάκχη]] ἡ κατεχομένη, [[καθόλου]] πᾶς ὁ ἐνθουσιῶν, ἐμπνεύσεως [[πλήρης]], [[πλήρης]] πάθους, κτλ., Ἅιδου [[Βάκχος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119· πρβλ. Heind. Πλάτ. Φαίδ. 69C. IV. [[εἶδος]] ἰχθύος, = [[ὀνίσκος]] ΙΙ, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C. (Ἡ ρίζα φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ϝΑΧ, [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] [[Βάκχος]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ϝάκχος· καὶ [[Ἴακχος]] [[εἶναι]] ἀντὶ ϝίϝακχος· σχετίζεται δὲ πιθανῶς πρὸς τὸ [[ἠχέω]], [[ἰαχή]], δηλ. ϝιϝαχή· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. [[αὐίαχος]] = ἀϝίαχος· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βαβάκτης· [[κραύγασος]], [[ὅθεν]] καὶ [[Βάκχος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Bacchus, <i>nom réc. de Dionysos ou Iakkhos, dieu du vin, représenté comme le civilisateur du genre humain, le symbole des forces productrices de la nature, etc.</i> ; le vin lui-même.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝαχ, crier, pê apparenté à [[ἠχέω]] ; cf. [[Ἴακχος]] ; R. *ϜιϜακχος, et [[ἰαχή]].
}}
}}