Anonymous

αἴθαλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴθᾰλος''': ὁ, ὡς τὸ λιγνὺς = φλὸξ καπνίζουσα, ὁ πυκνὸς καπνὸς τοῦ [[πυρός]], καπνιά, Ἱππ. 634, 23. Εὐρ. Ἑκ. 911· [[ὡσαύτως]] [[αἰθάλη]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[αἴθαλος]], ον, = [[αἰθαλόεις]], ΙΙ. 2, Νικ. Θ. 659.
|lstext='''αἴθᾰλος''': ὁ, ὡς τὸ λιγνὺς = φλὸξ καπνίζουσα, ὁ πυκνὸς καπνὸς τοῦ [[πυρός]], καπνιά, Ἱππ. 634, 23. Εὐρ. Ἑκ. 911· [[ὡσαύτως]] [[αἰθάλη]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[αἴθαλος]], ον, = [[αἰθαλόεις]], ΙΙ. 2, Νικ. Θ. 659.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />étincelle enflammée ; cendre fine, suie.<br />'''Étymologie:''' [[αἴθω]].
}}
}}