Anonymous

κεραΐζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾰΐζω''': Ἐπ. παρατ. κεράϊζον Ὅμ.· μέλλ. -ίξω, Χρησμ. Σιβυλ. 3. 466· ἀόρ. ἐκεράϊσα Ἡρόδ. 2. 115, -ϊξα Νόνν. Δ. 23. 21· ([[κείρω]]). Δῃῶ, λεηλατῶ, πορθῶ, [[διαρπάζω]], [[καταστρέφω]], ἐρημώνω, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557, πρβλ. ΙΙ. 752· πόλιν κεραϊξέμεν ἁμὴν Π. 830, πρβλ. Ὀδ. Θ. 516, κτλ.· τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Ἡρόδ. 1. 88· τὰ [[οἰκία]] τοῦ ξείνου ὁ αὐτ. 2. 115· ― Παθ., θαλάμους κεραϊζομένους Ἰλ. Χ. 62· σπάνιον παρ’ Ἀττ., εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Εὐρ. Ἄλκ. 886, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 41. 2) ἐπὶ πλοίων, [[καταβυθίζω]], [[καταστρέφω]], Ἡρόδ. 8. 91, πρβλ. 86. 3) ἐπὶ ἐμψύχων, [[προσβάλλω]] ἀγρίως, [[φονεύω]], [[κατασφάζω]], Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Ἰλ. Β. 861, πρβλ. Φ. 129· θῆρας Πινδ. Π. 9. 39· οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Ἡρόδ. 7. 125. ΙΙ. [[ἁρπάζω]] τι καὶ [[φέρω]] αὐτὸ ὡς λείαν, τὰ χρήματα ὁ αὐτ. 2. 121, 2· τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ ὁ αὐτ. 1. 159.
|lstext='''κερᾰΐζω''': Ἐπ. παρατ. κεράϊζον Ὅμ.· μέλλ. -ίξω, Χρησμ. Σιβυλ. 3. 466· ἀόρ. ἐκεράϊσα Ἡρόδ. 2. 115, -ϊξα Νόνν. Δ. 23. 21· ([[κείρω]]). Δῃῶ, λεηλατῶ, πορθῶ, [[διαρπάζω]], [[καταστρέφω]], ἐρημώνω, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557, πρβλ. ΙΙ. 752· πόλιν κεραϊξέμεν ἁμὴν Π. 830, πρβλ. Ὀδ. Θ. 516, κτλ.· τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Ἡρόδ. 1. 88· τὰ [[οἰκία]] τοῦ ξείνου ὁ αὐτ. 2. 115· ― Παθ., θαλάμους κεραϊζομένους Ἰλ. Χ. 62· σπάνιον παρ’ Ἀττ., εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Εὐρ. Ἄλκ. 886, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 41. 2) ἐπὶ πλοίων, [[καταβυθίζω]], [[καταστρέφω]], Ἡρόδ. 8. 91, πρβλ. 86. 3) ἐπὶ ἐμψύχων, [[προσβάλλω]] ἀγρίως, [[φονεύω]], [[κατασφάζω]], Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Ἰλ. Β. 861, πρβλ. Φ. 129· θῆρας Πινδ. Π. 9. 39· οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Ἡρόδ. 7. 125. ΙΙ. [[ἁρπάζω]] τι καὶ [[φέρω]] αὐτὸ ὡς λείαν, τὰ χρήματα ὁ αὐτ. 2. 121, 2· τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ ὁ αὐτ. 1. 159.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκεράϊσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> dévaster, ravager, détruire de fond en comble, acc. ; <i>particul.</i> couler bas <i>ou</i> mettre hors de service des navires en les frappant de l’éperon;<br /><b>2</b> égorger, tuer, massacrer;<br /><b>3</b> emporter <i>ou</i> emmener comme butin, acc.;<br /><b>4</b> chasser, repousser (des suppliants).<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute apparenté à [[κεραυνός]].
}}
}}