Anonymous

ὠλεσίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
|lstext='''ὠλεσίκαρπος''': -ον, ὁ καταστρέφων τὸν [[ἑαυτοῦ]] καρπόν, Λατ. frugiperda· ἰτέαι ὠλ., ὡς ἀποβάλλουσαι τοὺς καρποὺς αὐτῶν πρὶν ἢ ὡριμάσωσιν, Ὀδ. Κ. 510, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 3. ἐρινεὸς ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9. 14· ― μεταφορ., ὠλ. [[τύμπανον]], τὸ κρουόμενον κατὰ τὰ μυστήρια τῆς Κυβέλης, [[διότι]] οἱ κρούοντες αὐτὸ ἱερεῖς ἦσαν εὐνοῦχοι, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 283.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[καρπός]].
}}
}}