3,274,216
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προίξ''': προικός, ἡ, «οὐδὲν εἰς οιξ λήγει [[ὄνομα]] πλὴν μόνον ἡ προὶξ καὶ ὀξύνεται». Ἡρῳδιαν. περὶ Καθολ. Προσῳδ. ιδ΄, τ. 1, σ. 397, 19, Ἀρκάδ. 125, 6· (Ἰων. προῒξ κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 495. 32), ἴδε ἐν τέλ. Δῶρον, [[δωρεά]], προικὸς γεύεσθαι, «τῆς δωρεὰν δόσεως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 413· ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι, «χαλεπὸν γὰρ καὶ ἀδύνατον ἕνα δωρεὰν τοιαύτην χαρίσασθαι» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλον Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ [[προῖκα]], δψρεάν», Ὀδ. Ν. 15. 2) μεθ’ Ὅμηρ., τὸ κατὰ τοὺς γάμους διδόμενον [[μερίδιον]], [[προίξ]], [[φερνή]], Ἱππῶν. 69, Ἀνδοκ. 30. 40, Λυσί. 159. 9, Πλάτ. Νόμ. 744C, κ. ἀλλ.· ἐν προικὶ τιμᾶν, ὑπολογίζειν ὡς [[μέρος]] τῆς προικός, Δημ. 1156. 15. ΙΙ. οἱ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῇ αἰτ. [[προῖκα]] ὡς ἐπίρρ. ὡς τὸ δωρεάν, «[[χάρισμα]]», Λατ. gratis, Ἀριστοφ. Ἱππ. 577, 679, Νεφ. 1426· [[προῖκα]] ἐργάζεσθαι Πλάτ. Πολ. 346Ε· δειπνεῖν Ἀντιφάν. ἐν «Τυρρηνῷ» 1· πρ. κρίνειν, πρεσβεύειν, [[ἄνευ]] δώρου, τιμίως καὶ εἰλικρινῶς, Δημ. 60. 2., 413. 16 καὶ 20 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 399, 2099, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], [[παῖς]]… κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ’ ἐπίσταται, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], χωρὶς διδασκάλου, Σοφ. Ἀποσπ. 779. (Ἐκ τῆς √ΠΡΟΙΚ, [[ὅθεν]] καὶ καταπροΐξομαι, καὶ πιθανῶς [[προΐσσομαι]], προΐκτης, πρβλ. Σανσκρ. prak΄h (rogare, predari)· Λατ. prec-or, proc-or, proc-us). | |lstext='''προίξ''': προικός, ἡ, «οὐδὲν εἰς οιξ λήγει [[ὄνομα]] πλὴν μόνον ἡ προὶξ καὶ ὀξύνεται». Ἡρῳδιαν. περὶ Καθολ. Προσῳδ. ιδ΄, τ. 1, σ. 397, 19, Ἀρκάδ. 125, 6· (Ἰων. προῒξ κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 495. 32), ἴδε ἐν τέλ. Δῶρον, [[δωρεά]], προικὸς γεύεσθαι, «τῆς δωρεὰν δόσεως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 413· ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι, «χαλεπὸν γὰρ καὶ ἀδύνατον ἕνα δωρεὰν τοιαύτην χαρίσασθαι» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλον Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ [[προῖκα]], δψρεάν», Ὀδ. Ν. 15. 2) μεθ’ Ὅμηρ., τὸ κατὰ τοὺς γάμους διδόμενον [[μερίδιον]], [[προίξ]], [[φερνή]], Ἱππῶν. 69, Ἀνδοκ. 30. 40, Λυσί. 159. 9, Πλάτ. Νόμ. 744C, κ. ἀλλ.· ἐν προικὶ τιμᾶν, ὑπολογίζειν ὡς [[μέρος]] τῆς προικός, Δημ. 1156. 15. ΙΙ. οἱ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῇ αἰτ. [[προῖκα]] ὡς ἐπίρρ. ὡς τὸ δωρεάν, «[[χάρισμα]]», Λατ. gratis, Ἀριστοφ. Ἱππ. 577, 679, Νεφ. 1426· [[προῖκα]] ἐργάζεσθαι Πλάτ. Πολ. 346Ε· δειπνεῖν Ἀντιφάν. ἐν «Τυρρηνῷ» 1· πρ. κρίνειν, πρεσβεύειν, [[ἄνευ]] δώρου, τιμίως καὶ εἰλικρινῶς, Δημ. 60. 2., 413. 16 καὶ 20 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 399, 2099, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], [[παῖς]]… κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ’ ἐπίσταται, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], χωρὶς διδασκάλου, Σοφ. Ἀποσπ. 779. (Ἐκ τῆς √ΠΡΟΙΚ, [[ὅθεν]] καὶ καταπροΐξομαι, καὶ πιθανῶς [[προΐσσομαι]], προΐκτης, πρβλ. Σανσκρ. prak΄h (rogare, predari)· Λατ. prec-or, proc-or, proc-us). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=προικός (ἡ) :<br /><b>1</b> présent, don ; <i>acc. adv.</i> • [[προῖκα]], en présent, gratuitement;<br /><b>2</b> dot <i>en prose touj. en ce sens</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], R. Ϝικ, venir, > [[ἵκω]], [[ἱκνέομαι]]. | |||
}} | }} |