3,270,470
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφαγείρομαι''': Μέσ. συναθροίζομαι, [[συνέρχομαι]] [[πέριξ]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Ἰλ. Σ.37, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1527· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ. εὑρίσκομεν ἐνεστ. ἀμφαγέρομαι Θεόκρ. 17.94, Ὀππ. Ἁλ. 3.231., 4.114· πρβλ. [[ἀμφηγερέθομαι]]. | |lstext='''ἀμφαγείρομαι''': Μέσ. συναθροίζομαι, [[συνέρχομαι]] [[πέριξ]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Ἰλ. Σ.37, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1527· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ. εὑρίσκομεν ἐνεστ. ἀμφαγέρομαι Θεόκρ. 17.94, Ὀππ. Ἁλ. 3.231., 4.114· πρβλ. [[ἀμφηγερέθομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2 épq. 3ᵉ pl.</i> ἀμφαγέροντο, <i>d’où postér. prés. 3ᵉ pl.</i> ἀμφαγέρονται;<br />se rassembler autour de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἀγείρω]]. | |||
}} | }} |