Anonymous

πιπίσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐπίσκω''': Ἱππ. 612. 15., 614. 3, Λουκ.· μέλλ. [[πίσω]] [ῐ] Πίνδ. [[ἔνθα]] κατωτ., Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 24· ἀόρ. ἔπῑσα Ἱππ. 611. 27, (ἐν-) Πινδ. Ἀποσπ. 77· παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775 πιπίσαι. ― Μέσ., ἀόρ. ἐπισάμην (ἐν-) Νικ. Θηρ. 573, 877, κτλ. ― Παθ., ἀόρ. ἐπίσθην (ἐν-) [[αὐτόθι]] 624. Μεταβατικὸν ἐνεργ. τοῦ [[πίνω]], δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, κτλ.· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[πίσω]] σφε Δίρκας [[ὕδωρ]], θὰ κάμω αὐτοὺς νὰ πίωσι τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Δίρκης, θὰ ποτίσω αὐτούς, Πινδ. Ι. 6 (5). 108· π. τινά τινος Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1, Λουκ. Λεξιφ. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.
|lstext='''πῐπίσκω''': Ἱππ. 612. 15., 614. 3, Λουκ.· μέλλ. [[πίσω]] [ῐ] Πίνδ. [[ἔνθα]] κατωτ., Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 24· ἀόρ. ἔπῑσα Ἱππ. 611. 27, (ἐν-) Πινδ. Ἀποσπ. 77· παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775 πιπίσαι. ― Μέσ., ἀόρ. ἐπισάμην (ἐν-) Νικ. Θηρ. 573, 877, κτλ. ― Παθ., ἀόρ. ἐπίσθην (ἐν-) [[αὐτόθι]] 624. Μεταβατικὸν ἐνεργ. τοῦ [[πίνω]], δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, κτλ.· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[πίσω]] σφε Δίρκας [[ὕδωρ]], θὰ κάμω αὐτοὺς νὰ πίωσι τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Δίρκης, θὰ ποτίσω αὐτούς, Πινδ. Ι. 6 (5). 108· π. τινά τινος Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1, Λουκ. Λεξιφ. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[πίσω]], <i>ao.</i> ἔπισα;<br />donner à boire;<br /><i><b>Moy.</b></i> πιπίσκομαι <i>m. sign.</i> : τινός τινα faire boire de qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Πι, avec redoubl.
}}
}}