Anonymous

ὑπολανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολανθάνω''': μέλλ. -[[λήσω]], [[κεῖμαι]] ὑποκεκρυμμένος, [[λανθάνω]] ὑπάρχων [[ὑποκάτω]], «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν (δηλ. ἡ [[σμῖλαξ]]) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει [[αὐτόθι]] 201, 29.
|lstext='''ὑπολανθάνω''': μέλλ. -[[λήσω]], [[κεῖμαι]] ὑποκεκρυμμένος, [[λανθάνω]] ὑπάρχων [[ὑποκάτω]], «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν (δηλ. ἡ [[σμῖλαξ]]) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει [[αὐτόθι]] 201, 29.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπολήσω, <i>ao.2</i> ὑπέλαθον, <i>etc.</i><br />être caché sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λανθάνω]].
}}
}}